- στρεπτίκιος
- στρεπτ-ίκιος ἄρτος,=A
στρεπτός 11.2
, Ath. 3.11 3d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρεπτός 11.2
, Ath. 3.11 3d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρεπτίκιος — ία, ον, Α (για άρτο) συνεστραμμένος, αυτός που παρασκευάζεται με συστροφή τής ζύμης, κουλλούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτικός (πρβλ. κολλίκ ιος)] … Dictionary of Greek